αινόλινος

αινόλινος
αἰνόλινος, -ον (Μ) [αἰνός]
αυτός που έχει φοβερό το λίνον (= νήμα) τής ζωής, ο δυστυχισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αἰνόλινε — αἰνόλινος unfortunate in life s thread masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”